- κρεατινή
- κρεατινή ηсплошная седмица – неделя перед масленицей, когда мясо разрешено вкушать каждый деньЭтим.< κρέας «мясо»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
κρεατίνη — Παράγωγο της γουανιδίνης. Από χημική άποψη η κ. ανήκει στα αμινοξέα, χωρίς όμως να συμμετέχει στον σχηματισμό των πρωτεϊνών. Η ουσία αυτή έχει την ικανότητα να προσλαμβάνει μια φωσφορική ομάδα, δημιουργώντας έναν ενεργειακά πλούσιο δεσμό, και να… … Dictionary of Greek
κρεατινός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεάτινος 2. φρ. α) «κρεατινή εβδομάδα» ή, απλώς, «κρεατινή» η προτελευταία εβδομάδα τής αποκριάς β) «κρεατινή Κυριακή» η τρίτη Κυριακή τής αποκριάς, η Κυριακή τής Κρεοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ.… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
φωσφοκρεατίνη — η, Ν (βιοχ.) η φωσφορική κρεατίνη, ένωση υψηλής ενέργειας, παράγωγο τής σύνδεσης τής κρεατίνης με φωσφορικό οξύ, που ανήκει στην ομάδα τών φωσφαγόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphocreatine] … Dictionary of Greek
κρεατινός — ή, ό 1.αυτός που παρασκευάζεται από κρέας. 2. φρ., «κρεατινή Κυριακή» δηλώνει την προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)